-
1 μήλο
[мило] ουσ. о. яблоко,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μήλο
-
2 яблоко
яблок||ос τό μήλο[ν]· ◊ глазное \яблоко анат. ὁ βολβός (τοῦ ματιοῦ)· адамово \яблоко анат. τό μήλο[ν] τοῦ 'Αδάμ, τό καρύδι τού λαιμοῦ· \яблоко раздора τό μήλο[ν] τής ἐριδος· лошадь в \яблокоах ἄλογο μέ βοῦλ-λες· \яблокоу негде упасть ὁὔτε βελόνα δέν μπορεί νά πέσει· \яблоко от яблони недалеко́ падает посл. τό μήλο κάτω ἀπ' τή μηλιά θά πέσει, κατά μάννα κατά κύρη κάνανε καί γιό Ζαφείρη. -
3 яблоко
-а, γεν. πλθ. -лок α. το μήλο•яблоко кислое яблоко ξινό μήλο•
ранние сорта яблок πρώιμες ποικιλίες μήλων,
εκφρ.адамово яблоко – βλ. кадык• глазное яблоко ο βολβός του ματιού•земляное яблоко – παλ. το γεώμηλο (πατάτα)•яблоко раздора – το μήλο της έριδας•- у негде упасть – (για μεγάλο συνωστισμό) μήλο αν ρίξεις, δεν πέφτει•в -ах – με σκούρα στίγματα στο τρίχωμαα (για άλογα)•яблоко от яблони недалеко падает – το απίδι κάτω από την απιδιά πέφτει ή κατά μάνα κατά κύρη, κατά γιο και θυγατέρα. -
4 яблоко
-
5 наливной
наливн||ойприл 1.:\наливнойо́е су́дно τό δεξαμενόπλοιο(ν)·2. (о плодах, зерне) ὠριμος, χυμώδης, ἐδχυμος:\наливнойое яблоко τό ὠριμο μήλο, τό ζουμερό μήλο. -
6 кадык
(анат) το μήλο του Αδάμ, το καρύδι του λαιμού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кадык
-
7 скула
1. (корпуса судна) το κύρτον γάστρας (του πλοίου) 2. анат. το ζυγωματικό τόξο, разг. το μήλο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > скула
-
8 яблоко
(плод) το μήλοадамово - (кадык) - του Αδάμ, το καρύδι του λαιμούглазное - анат. о βολβός/η κόρη του ματιού/οφθαλμούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > яблоко
-
9 антоновка
антоновкаж (сорт яблок) ἡ ἀντώνοβκα (ύηόξονο μήλο). -
10 апорт
апортм (сорт яблок) τό μήλο τοῦ Όπόρτου, τό Όπόρτο. -
11 кадык
кадыкм τό μῆλο[ν] τοῦ 'Αδάμ, τό καρύδι τοῦ λαιμοδ. -
12 откусить
откуситьсов, откусывать несов ἀποσπώ μέ τά δόντια:\откусить кусо́к хлеба ἀποκόπτω μιά δαγκανίά ψωμί· \откусить кусо́к яблока ἀποκόπτω μέ τά δόντια ἕνα κομμάτι μήλο. -
13 ранет
ранетм (сорт яблок) τό ἐρυθρόστι-κτον μήλον, τό κοκκινόστικτο μήλο. -
14 скула
скулаж τό μήλο[ν] (τῶν παρειών), τό ζυγωματικόν ὀστοῦν. -
15 кадык
[καντύκ] ουσ. α. μήλο του αδάμ, καρύδι του λαιμού -
16 яблоко
[γιάμπλακα] ουσ. ο. μήλο -
17 кадык
[καντύκ] ουσ α μήλο του αδάμ, καρύδι του λαιμού -
18 яблоко
[γιάμπλακα] ουσ ο μήλο -
19 апорт
-а α.μήλο του Οπόρτου (ποικιλία). -
20 деревянистый
επ., βρ: -ист, -а, -о.1. δε-ντροειδής• ξυλώδης.2. μτφ. σκληρός, άζουμος, στεγνός•-ое яблоко σκληρό (ξυλώδες) μήλο.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μήλο — Καρπός που προέρχεται όχι μόνο από το μετασχηματισμό των ιστών της ωοθήκης του άνθους, αλλά και από τους ιστούς των οργάνων στήριξης του· βοτανικά είναι ένας ψευδής καρπός, αρκετά ογκώδης. Τυπικά παραδείγματα τέτοιων καρπών είναι οι καρποί των… … Dictionary of Greek
μήλο — το 1. ο καρπός της μηλιάς. 2. (συνήθ. στον πληθ.), οι προεξοχές των παρειών, τα μάγουλα: Είχε κόκκινα μήλα και γαλάζια μάτια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αδάμ, μήλο του– — Ο θυρεοειδής χόνδρος του λάρυγγα … Dictionary of Greek
Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Μήλου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Μήλου στεγάζεται σε ένα νεοκλασικό κτίριο, έργο του Ερνέστου Τσίλερ, στην Πλάκα της Μήλου. Η συλλογή του, που εγκαινιάστηκε το 1985, περιλαμβάνει αρχαιότητες που χρονολογούνται από τα προϊστορικά έως τα ρωμαϊκά χρόνια. Στο … Dictionary of Greek
Μήλιος — ία, ο, αρσ. και Μηλιός, θηλ. και Μηλιά (Α Μήλιος, ία, ον, ιων. θηλ. Μηλίη) [Μήλος] 1. (ως προσηγορικό) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Μήλο ή αυτός που προέρχεται από τη νήσο Μήλο 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο Μήλιος, η Μηλία ο κάτοικος… … Dictionary of Greek
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek
πομάδα — η, Ν (καλλυντ.) μαλακή και αρωματισμένη λιπαρή αλοιφή, χρησιμοποιούμενη ως καλλυντικό τού δέρματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. pomada (ιταλ. pomata) < ιταλ. pomo «μήλο» < λατ. pomum «φρούτο, μήλο», λόγω τού ότι ως αρχικό συστατικό τής αλοιφής… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek